εβραϊσμός

εβραϊσμός
ο гебраизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εβραϊσμός" в других словарях:

  • εβραϊσμός — ο (Μ ἑβραϊσμός) 1. η αφηρημένη έννοια τού εβραΐζω 2. ιδιωματισμός τής εβραϊκής γλώσσας 3. το εβραϊκό έθνος …   Dictionary of Greek

  • εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»